- ἐξαγωνίζομαι
- ἐξᾰγωνίζομαι,A fight, struggle hard, E.HF155;
περί τινος D.S.13.73
codd.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περί τινος D.S.13.73
codd.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξαγωνίζομαι — ἐξαγωνίζομαι (Α) [αγωνίζομαι] αγωνίζομαι σκληρά … Dictionary of Greek
ἐξαγωνίζεσθε — ἐξαγωνίζομαι fight pres imperat mp 2nd pl ἐξαγωνίζομαι fight pres ind mp 2nd pl ἐξᾱγωνίζεσθε , ἐξαγωνίζομαι fight imperf ind mp 2nd pl (doric aeolic) ἐξαγωνίζομαι fight pres imperat mp 2nd pl ἐξαγωνίζομαι fight pres ind mp 2nd pl ἐξαγωνίζομαι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηγωνίζοντο — ἐξαγωνίζομαι fight imperf ind mp 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)